σηματολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σηματολόγιο τα σηματολόγια
      γενική του σηματολόγιου
σηματολογίου
των σηματολόγιων
σηματολογίων
    αιτιατική το σηματολόγιο τα σηματολόγια
     κλητική σηματολόγιο σηματολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηματολόγιο < σηματο- (σήμα) + -λόγιο[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ma.toˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ση‐μα‐το‐λό‐γι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σηματολόγιο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) βιβλίο που καταγράφει και ορίζει τα ναυτικά σήματα
  2. βιβλίο του υπουργείου οικονομικών που είναι καταγεγραμμένα όλα τα εμπορικά σήματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]