σιναπέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιναπέλαιο | τα | σιναπέλαια |
γενική | του | σιναπέλαιου & σιναπελαίου |
των | σιναπέλαιων & σιναπελαίων |
αιτιατική | το | σιναπέλαιο | τα | σιναπέλαια |
κλητική | σιναπέλαιο | σιναπέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιναπέλαιο < ελληνιστική κοινή σιναπέλαιον. Συγχρονικά αναλύεται σε σινάπ(ι) + -έλαιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιναπέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιναπέλαιο
|