σιταράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιταράς | οι | σιταράδες |
γενική | του | σιταρά | των | σιταράδων |
αιτιατική | τον | σιταρά | τους | σιταράδες |
κλητική | σιταρά | σιταράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.taˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐τα‐ράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιταράς αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που εμπορεύεται δημητριακά, ο σταρέμπορος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιταράς
→ δείτε τη λέξη σταρέμπορος |