σκανδαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκανδαλισμός < (ελληνιστική κοινή) σκανδαλισμός < σκανδαλίζω < σκάνδαλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκανδαλισμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκανδαλίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκάνδαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκανδαλισμός
|