σκελέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκελέα οι σκελέες
      γενική της σκελέας των σκελεών
    αιτιατική τη σκελέα τις σκελέες
     κλητική σκελέα σκελέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκελέα < αρχαία ελληνική σκέλεαι (πληθυντικός) < σκέλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκελέα θηλυκό

  • εσώρουχο σε σχήμα παντελονιού, κυρίως στρατιωτικής χρήσης· (μακρύ) σώβρακο
    στους νεοσύλλεκτους φαντάρους, μαζί με τις στολές και τα υπόλοιπα στρατιωτικά είδη, δίνουν και σκελέες, που τις φορούν συνήθως όταν έχει πολύ κρύο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]