σουδάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουδάριο < ελληνιστική κοινή σουδάριον < λατινική sudarium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουδάριο ουδέτερο (& σουδάρι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουδάριο
|