σπογγαλιέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπογγαλιέας < (μαρτυρείται από το 1873) σπογγαλιεύς < σπόγγ(ος) + ἁλιεύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπογγαλιέας αρσενικό
- (λόγιο, επάγγελμα) ο σφουγγαράς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπογγαλιέας
|