σπόλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σπόλια
      γενική των σπόλιων
σπολίων
    αιτιατική τα σπόλια
     κλητική σπόλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπόλια < αγγλική spolia < λατινική spolia, πληθυντικός αριθμός του spolium (λεία, λάφυρο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]