στρίμωγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρίμωγμα τα στριμώγματα
      γενική του στριμώγματος των στριμωγμάτων
    αιτιατική το στρίμωγμα τα στριμώγματα
     κλητική στρίμωγμα στριμώγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρίμωγμα < στριμώχνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρίμωγμα ουδέτερο

  1. η συνέπεια του στριμώχνω
  2. η πίεση, η συμπίεση με σπρώξιμο
  3. (ειδικότερα): ο κάποιος αποκλεισμός καταδιωκόμενου ή ανακρινόμενου
  4. (γενικότερα): ο συνωστισμός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]