στρίμωγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρίμωγμα < στριμώχνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρίμωγμα ουδέτερο
- η συνέπεια του στριμώχνω
- η πίεση, η συμπίεση με σπρώξιμο
- (ειδικότερα): ο κάποιος αποκλεισμός καταδιωκόμενου ή ανακρινόμενου
- (γενικότερα): ο συνωστισμός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρίμωγμα
|