συγκύτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συγκύτιο | τα | συγκύτια |
γενική | του | συγκύτιου & συγκυτίου |
των | συγκύτιων & συγκυτίων |
αιτιατική | το | συγκύτιο | τα | συγκύτια |
κλητική | συγκύτιο | συγκύτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκύτιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική syncytium < αρχαία ελληνική σύν + κύτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκύτιο ουδέτερο
- (βιολογία) πολυπύρηνη πρωτοπλασματική μάζα που προέρχεται είτε από τη σύντηξη πολλών κυττάρων, είτε εγγενώς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- συγκύτωμα (το αποτέλεσμα της συγκύτωσης· συγκυττάρωμα)
- συγκύτταρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)