συγχωρητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγχωρητικότητα < συγχωρητικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγχωρητικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα και ικανότητα του συγχωρητικού, το να μπορεί κάποιος να συγχωρεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγχωρητικότητα