συμβασιοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβασιοκρατία < (αρχαία ελληνική, 'καθαρεύουσα') σύμβασι(ς) (σύμβαση) + -ο- + -κρατία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμβασιοκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβασιοκρατία
|