συμπαθία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμπαθί αἱ συμπαθίαι
      γενική τῆς συμπαθίᾱς τῶν συμπαθιῶν
      δοτική τῇ συμπαθί ταῖς συμπαθίαις
    αιτιατική τὴν συμπαθίᾱν τὰς συμπαθίᾱς
     κλητική ! συμπαθί συμπαθίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμπαθί
γεν-δοτ τοῖν  συμπαθίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπαθία < αρχαία ελληνική συμπάθεια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμπᾰθία θηλυκό