συμφεροντούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμφεροντούχος < συμφέροντ(ος) + -ούχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμφεροντούχος αρσενικό ή θηλυκό
- πρόσωπο ή οργανισμός που μπορεί να επηρεάσει ή να επηρεαστεί ή θεωρεί ότι επηρεάζεται από μια απόφαση ή δραστηριότητα
- (τυποποιημένος ορισμός: Διεθνές Πρότυπο: ISO/Guide 73:2009)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμφεροντούχος