συναγελασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναγελασμός < ελληνιστική κοινή συναγελασμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναγελασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναγελάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναγελασμός
|