συναδελφικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συναδελφικότης | αἱ | συναδελφικότητες | ||||
γενική | τῆς | συναδελφικότητος | τῶν | συναδελφικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | συναδελφικότητι | ταῖς | συναδελφικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συναδελφικότητα | τὰς | συναδελφικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | συναδελφικότης | συναδελφικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναδελφικότης < συναδελφικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναδελφικότης, -ητος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η συναδελφικότητα
- → και δείτε τη λέξη συναδελφότης
Πηγές[επεξεργασία]
- συναδελφικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας