συναδελφικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναδελφικότης αἱ συναδελφικότητες
      γενική τῆς συναδελφικότητος τῶν συναδελφικοτήτων
      δοτική τῇ συναδελφικότητι ταῖς συναδελφικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συναδελφικότητα τὰς συναδελφικότητας
     κλητική ! συναδελφικότης συναδελφικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναδελφικότης < συναδελφικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συναδελφικότης, -ητος θηλυκό