συναδελφικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναδελφικότητα < συναδελφικ(ός) + -ότητα < -ότης. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αδελφικότητα.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.na.ðel.fiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐δελ‐φι‐κό‐τη‐τα
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐α‐δελ‐φι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναδελφικότητα θηλυκό
- η φιλικότητα, η αλληλεγγύη μεταξύ συναδέλφων
- άλλες μορφές: συναδερφικότητα (λιγότερο επίσημο)
- ≠ αντώνυμα: αντισυναδελφικότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις συνάδελφος, συν και αδερφός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναδελφικότητα
Πηγές[επεξεργασία]
- συναδελφικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συναδελφικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)