συνεπιβατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεπιβατισμός < συν + επιβάτης + -ισμός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική carpooling)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνεπιβατισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η πρακτική δύο ή περισσοτέρων ατόμων να μοιράζονται κάποιο όχημα και να επιμερίζουν αναλογικά τα έξοδα που τους αναλογούν, προκειμένου να μεταβούν στον προορισμό τους
- (Εξαιτίας της χθεσινής απεργίας των ΜΜΜ) ο «συνεπιβατισμός» (car-pooling) ήταν ένας από τους... εναλλακτικούς τρόπους μετακίνησης (εφ. Τα Νέα, 27/9/2011)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεπιβατισμός