συνεπιμέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεπιμέλεια θηλυκό
- η από κοινού επιμέλεια κάποιων για κάτι
- (νομικός όρος) (νεολογισμός) τα ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν οι δύο γονείς προς τα παιδιά του (μέσα στο γάμο ή και μετά το διαζύγιο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεπιμέλεια
|