σχάσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχάσῐς αἱ σχάσεις
      γενική τῆς σχάσεως τῶν σχάσεων
      δοτική τῇ σχάσει ταῖς σχάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σχάσῐν τὰς σχάσεις
     κλητική ! σχάσῐ σχάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχάσει
γεν-δοτ τοῖν  σχασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχάσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σχά(ζω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχάσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]