σχετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ο σχετισμός (el) αρσενικό και ο σχετικισμός (el) αρσενικό
- το να θεωρείς ότι όλες οι ιδιότητες προκύπτουν και ορίζονται πάντα και μόνο σε σχέση με άλλες
- το να μελετάς αυτές τις σχέσεις υπό αυτήν την οπτική
- (γενικότερα) η μελέτη των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων, καταστάσεων κτλ.
- ο συσχετισμός, η συσχέτιση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετισμός
|