σύσπασις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύσπασῐς αἱ συσπάσεις
      γενική τῆς συσπάσεως τῶν συσπάσεων
      δοτική τῇ συσπάσει ταῖς συσπάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύσπασῐν τὰς συσπάσεις
     κλητική ! σύσπασῐ συσπάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συσπάσει
γεν-δοτ τοῖν  συσπασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύσπασις < συσπά(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + σπάσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σύσπαση ('με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύσπασις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]