ταγιεράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταγιεράκι τα ταγιεράκια
      γενική
    αιτιατική το ταγιεράκι τα ταγιεράκια
     κλητική ταγιεράκι ταγιεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταγιεράκι < ταγιέρ + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταγιεράκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]