ταυροδρόμιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ταυροδρόμιον | τὰ | ταυροδρόμια | ||||
γενική | τοῦ | ταυροδρομίου | τῶν | ταυροδρομίων | ||||
δοτική | τῷ | ταυροδρομίῳ | τοῖς | ταυροδρομίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ταυροδρόμιον | τὰ | ταυροδρόμια | ||||
κλητική ὦ! | ταυροδρόμιον | ταυροδρόμια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυροδρόμιον (μαρτυρείται από το 1887)[1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταυροδρόμιον, -ου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) (παρωχημένο) στάδιο όπου διεξάγονται ταυρομαχίες
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 981, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου