τελεμές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τελεμές | οι | τελεμέδες |
γενική | του | τελεμέ | των | τελεμέδων |
αιτιατική | τον | τελεμέ | τους | τελεμέδες |
κλητική | τελεμέ | τελεμέδες | ||
πληθυντικός και τελεμέδια | ||||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τελεμές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τελεμές αρσενικό
- (τυρί) μαλακό λευκό τυρί με τρύπες που μοιάζει με τη φέτα, αλλά παρασκευάζεται διαφορετικά όσον αφορά στο αλάτισμα και το στράγγισμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελεμές
|