τερτσέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τερτσέτο | τα | τερτσέτα |
γενική | του | τερτσέτου | των | τερτσέτων |
αιτιατική | το | τερτσέτο | τα | τερτσέτα |
κλητική | τερτσέτο | τερτσέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερτσέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική terzetto < υποκοριστικό του terzo (τρίτος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερτσέτο ουδέτερο
- (μουσική) μουσικό κομμάτι γραμμένο για να τραγουδηθεί από τρία άτομα
- (συνεκδοχικά) τα άτομα που τραγουδούν αυτό το κομμάτι
- (μεταφορικά) παρέα από τρεις φίλους με πολλά κοινά
- (λογοτεχνία) τερτσίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)