τεϊλορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεϊλορισμός οι τεϊλορισμοί
      γενική του τεϊλορισμού των τεϊλορισμών
    αιτιατική τον τεϊλορισμό τους τεϊλορισμούς
     κλητική τεϊλορισμέ τεϊλορισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεϊλορισμός < Τέιλορ + -ισμός < αγγλική Taylorism (από τον Αμερικανό μηχανολόγο Frederick W. Taylor, 1856–1915)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεϊλορισμός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]