τηλεομοιοτυπικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλεομοιοτυπικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τηλεομοιοτυπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fax machine)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεομοιοτυπικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεομοιοτυπικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τηλεομοιοτυπικό
- αιτιατική ενικού του τηλεομοιοτυπικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τηλεομοιοτυπικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)