Μετάβαση στο περιεχόμενο

τηλεομοιοτυπικό

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεομοιοτυπικό τα τηλεομοιοτυπικά
      γενική του τηλεομοιοτυπικού των τηλεομοιοτυπικών
    αιτιατική το τηλεομοιοτυπικό τα τηλεομοιοτυπικά
     κλητική τηλεομοιοτυπικό τηλεομοιοτυπικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τηλεομοιοτυπικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τηλεομοιοτυπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fax machine)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τηλεομοιοτυπικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τηλεομοιοτυπικό