τηλεπαρουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλεπαρουσία < τηλε- + παρουσία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική telepresence
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ti.le.pa.ɾuˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐πα‐ρου‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεπαρουσία θηλυκό
- (νεολογισμός) εικονική παρουσία σε άλλη φυσική τοποθεσία με τη χρήση τηλεπικοινωνιακών μέσων
- ※ Το σώμα δεν είναι απλώς ένα μέσον επικοινωνίας με τον κόσμο, αλλά ανεξάλειπτο συστατικό της ανθρώπινης εμπειρίας. Η τηλεπαρουσία δίνει δυνατότητες, αλλά συγχρόνως περιορίζει. (Χαρίδημος Κ. Τσούκας, Στην εποχή των ανέπαφων επαφών, Η Καθημερινή, 22 Απριλίου 2020)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεπαρουσία
Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)