τοξικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τοξικότης | αἱ | τοξικότητες | ||||
γενική | τῆς | τοξικότητος | τῶν | τοξικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | τοξικότητι | ταῖς | τοξικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τοξικότητα | τὰς | τοξικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | τοξικότης | τοξικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοξικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 1000, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου