τοξόπλασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοξόπλασμα τα τοξοπλάσματα
      γενική του τοξοπλάσματος των τοξοπλασμάτων
    αιτιατική το τοξόπλασμα τα τοξοπλάσματα
     κλητική τοξόπλασμα τοξοπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοξόπλασμα < τόξο + πλάσμα (= το ζώο που έχει σχήμα τόξου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοξόπλασμα ουδέτερο

  • γένος πρωτοζώων τα οποία προκαλούν ασθένεια σε θηλαστικά και πτηνά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]