τουρτούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουρτούρα | οι | τουρτούρες |
γενική | της | τουρτούρας | — | |
αιτιατική | την | τουρτούρα | τις | τουρτούρες |
κλητική | τουρτούρα | τουρτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουρτούρα < τουρτουρίζω + -α
- τουρτούρα < λατινική turtur
Ουσιαστικό 1
[επεξεργασία]τουρτούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το να τουρτουρίζει κάποιος
Ουσιαστικό 2
[επεξεργασία]τουρτούρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τουρτούρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)