τουρτούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουρτούρα οι τουρτούρες
      γενική της τουρτούρας
    αιτιατική την τουρτούρα τις τουρτούρες
     κλητική τουρτούρα τουρτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. τουρτούρα < τουρτουρίζω +
  2. τουρτούρα < λατινική turtur

Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]

τουρτούρα θηλυκό

Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]

τουρτούρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]