τραχειοτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραχειοτομή θηλυκό
- (ιατρική) τομή στην τραχεία, ώστε να περάσει αέρας στα πνευμόνια όταν υπάρχει κάποια απόφραξη στη διαδρομή από το στόμα έως την τραχεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραχειοτομή
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 1006, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου