τροχιογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχιογράφος οι τροχιογράφοι
      γενική του τροχιογράφου των τροχιογράφων
    αιτιατική τον τροχιογράφο τους τροχιογράφους
     κλητική τροχιογράφε τροχιογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχιογράφος < τροχι(ά) + -ο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχιογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]