τσουγκράνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσουγκράνα | οι | τσουγκράνες |
γενική | της | τσουγκράνας | των | τσουγκρανών |
αιτιατική | την | τσουγκράνα | τις | τσουγκράνες |
κλητική | τσουγκράνα | τσουγκράνες | ||
γενική πληθυντικού και τσουγκράνων | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσουγκράνα < τσουγκρανίζω + -α < μεσαιωνική ελληνική τσουγκρανίζω < γρατσουνίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσουγκράνα θηλυκό
- εργαλείο με μακριά λαβή και μεταλλικά δόντια που χρησιμοποιείται για το μάζεμα των πεσμένων φύλλων, για ένα ελαφρό σκάψιμο του επιφανειακού χώματος και άλλες εργασίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τσουγκρανιά
- τσουγκρανίζω
- τσουγκράνισμα
- → δείτε τις λέξεις γρατσουνίζω και γρατσουνώ