τύλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τῖλος, τίλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τύλος οι τύλοι
      γενική του τύλου των τύλων
    αιτιατική τον τύλο τους τύλους
     κλητική τύλε τύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τύλος < αρχαία ελληνική τύλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τύλος αρσενικό

  1. (ιατρική) ο κάλος (σκληρός και με εσωτερικό πάσχοντα ιστό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τύλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τύλος

  1. κάλος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]