φαίνεσθαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαίνεσθαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαίνεσθαι απαρέμφατο μέσου ενεστώτα του φαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαίνεσθαι ουδέτερο άκλιτο (λόγιο, αρχαιοπρεπές)
- (κυριολεκτικά) αυτό που φαίνεται, που βλέπεται
- (μεταφορικά) το ψευδές, εν αντιθέσει προς το αληθές
- η προσποίηση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαίνεσθαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Απαρέμφατο[επεξεργασία]
φαίνεσθαι
- απαρέμφατο μέσου ενεστώτα του φαίνω
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Απαρέμφατα (αρχαία ελληνικά)