φανταράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φανταράκι | τα | φανταράκια |
γενική | του | φανταρακιού | των | φανταρακιών |
αιτιατική | το | φανταράκι | τα | φανταράκια |
κλητική | φανταράκι | φανταράκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανταράκι ουδέτερο
- (χαϊδευτικά) ο φαντάρος
- ο νεοσύλλεκτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανταράκι
|