φανταράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φανταράκι τα φανταράκια
      γενική του φανταρακιού των φανταρακιών
    αιτιατική το φανταράκι τα φανταράκια
     κλητική φανταράκι φανταράκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φανταράκι < φαντάρος + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φανταράκι ουδέτερο

  1. (χαϊδευτικά) ο φαντάρος
  2. ο νεοσύλλεκτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]