φιλιατρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιλιατρό | τα | φιλιατρά |
γενική | του | φιλιατρού | των | φιλιατρών |
αιτιατική | το | φιλιατρό | τα | φιλιατρά |
κλητική | φιλιατρό | φιλιατρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλιατρό < από τη μεσαιωνική λέξη φλετρόν < μεταγενέστερο ουσιαστικό φρέαρ (πηγάδι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλιατρό ουδέτερο
- χείλος ή στόμιο πηγαδιού
- Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό (Διονύσιος Σολωμός, Η Γυναίκα της Ζάκυθος)
- Στα φιλιατρά του πηγαδιού, / τα λιθαρένια χείλη, / ποιος έγραψε τη λέξη αυτή / μ' αθάνατο κοντύλι (Θοδωρής Γκόνης, Στα φιλιατρά του πηγαδιού)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλιατρό
|