φιλοτίμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοτίμηση οι φιλοτιμήσεις
      γενική της φιλοτίμησης* των φιλοτιμήσεων
    αιτιατική τη φιλοτίμηση τις φιλοτιμήσεις
     κλητική φιλοτίμηση φιλοτιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φιλοτιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοτίμηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φιλοτίμησις < φιλοτιμώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλοτίμηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «φιλοτιμώ (& φιλοτίμηση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)