φλεβορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλεβορραγία < φλέβ(α) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλεβορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία από φλέβα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλεβορραγία
|