φλιτζάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλιτζάνα | οι | φλιτζάνες |
γενική | της | φλιτζάνας | — | |
αιτιατική | τη | φλιτζάνα | τις | φλιτζάνες |
κλητική | φλιτζάνα | φλιτζάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλιτζάνα < φλιτζάν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fliˈd͡za.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλι‐τζά‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλιτζάνα θηλυκό
- (προφορικό) μεγεθυντικό του φλιτζάνι, το μεγάλο φλιτζάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλιτζάνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεγεθυντικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)