φουγάρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουγάρο τα φουγάρα
      γενική του φουγάρου των φουγάρων
    αιτιατική το φουγάρο τα φουγάρα
     κλητική φουγάρο φουγάρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φουγάρο < παλιότερη ιταλική λέξη fogara
φουγάρο εργοστασίου
φουγάρο πλοίου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φουγάρο ουδέτερο

  1. ο καπνοδόχος πλοίου ή εργοστασίου, η καμινάδα
  2. (μεταφορικά) ο μανιώδης καπνιστής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]