φουντούλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φουντούλης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουντούλης οι φουντούληδες
      γενική του φουντούλη των φουντούληδων
    αιτιατική τον φουντούλη τους φουντούληδες
     κλητική φουντούλη φουντούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουντούλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική fodul (υπερόπτης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουντούλης αρσενικό

  1. (κρητικά) εμφανίσιμος, καλοντυμένος, λουσάτος
  2. (κρητικά) εγωιστής, κομψευόμενος, επιδεικτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014