φουστανελάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουστανελάς < φουστανέλ(α) + -άς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουστανελάς αρσενικό
- που φοράει φουστανέλα (παλιότερα φουστανέλλα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουστανελάς
|