φούρνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φούρνισμα < φουρνίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούρνισμα ουδέτερο
- το ψήσιμο στο φούρνο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φούρνισμα