φρεντοτσίνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρεντοτσίνο < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την ιταλική freddoccino. Η λέξη freddoccino είναι ελβετική εμπορική ονομασία προϊόντος από το 2001
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρεντοτσίνο αρσενικό ή ουδέτερο άκλιτο, άκλιτο
- (νεολογισμός, καφές) είδος στιγμιαίου καφέ που παρασκευάζεται σε μίξερ ανακατεύοντας καφέ, γάλα και προσθέτοντας παγάκια και σιρόπι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρεντοτσίνο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- φρεντοτσίνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)