παγάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγάκι | τα | παγάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παγάκι | τα | παγάκια |
κλητική | παγάκι | παγάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγάκι < πάγ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγάκι ουδέτερο
- μικρό κομμάτι πάγου, κατασκευάζεται συνήθως για χρήση σε ποτά και κρύα ροφήματα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- έγινα παγάκι: πάγωσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)