φρεσκάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρεσκάδα θηλυκό
- η αίσθηση του φρέσκου, η ζωτικότητα, η νεανικότητα, η σφριγηλότητα, η δροσερότητα