φροϋδιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φροϋδιστής < αγγλική Freudist < γερμανική (Sigmund) Freud
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φροϋδιστής αρσενικό (θηλυκό φροϋδίστρια)
- οπαδός της θεωρίας του Sigmund Freud